θεόπυρος

θεόπυρος
θεό-πῠρος, ον, ([etym.] πῦρ)
A kindled by the gods,

φλόξ E.El.732

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεόπυρος — θεόπυρος, ον (Α) ο αναμμένος από τους θεούς («φλογὶ θεοπύρῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πυρος (< πυρ), πρβλ. αυτό πυρος, δορύ πυρος] …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοπύρωι — θεοπύρῳ , θεόπυρος kindled by the gods masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”